- ἐπόπτις
- ἐπ-όπτις, ἡ, fem. zu ἐπόπτης, die Aufseherin
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επόπτης — ο (θηλ. επόπτρια και επόπτις) (AM ἐπόπτης θηλ. Α ἐπόπτις Μ ἐπόπτρια) αυτός που εποπτεύει τη λειτουργία, τη διεξαγωγή, την τήρηση έργου, εργασίας κ.λπ. (α. «επόπτης εκπαιδεύσεως» β. «ἧς καὶ Ἀρχιμήδης ἧν ὁ γεωμέτρης ἐπόπτης [νεώς]», Αθήν.) αρχ. μσν … Dictionary of Greek